ὑποζώματος

ὑποζώματος
ὑπόζωμα
diaphragm
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποζωματίας — ο, Μ (για τις εγκεφαλικές μεμβράνες) αυτός που βρίσκεται στο υπόζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόζωμα, ὑποζώματος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • υποζωννύω — ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, ύω] 1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση 2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώς αρχ. 1. (το απαρμφ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”